κλοπη

κλοπη
    κλοπή
    дор. κλοπά ἥ
    1) воровство, кража, хищение
    

(ἁρπαγή τε καὴ κ. Aesch.)

    κλοπῆς δίκην ὀφλεῖν Aesch., Plat. — быть наказанным за кражу;
    ἐπὴ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys. — быть казненным за хищение (общественных) денег;
    ἱερῶν κλοπαί Plat. — ограбление храмов;
    κλοπαὴ γυναικός Aesch. — похищение (чужой) жены

    2) обман, хитрость
    

ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι Soph. — тайно бежать;

    κλοπῇ ἀφῖγμαι Eur. — я тайно пришла сюда;
    κλέπτειν μύθοις κλοπάς Eur. — обманывать речами

    3) военная хитрость, тайное нападение, засада Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κλοπη" в других словарях:

  • κλοπή — theft fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

  • κλοπῇ — κλοπῆι , κλοπεύς thief masc dat sg (epic ionic) κλοπή theft fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπή — η η πράξη του κλέβω, κλεψιά, κλέψιμο: Κατηγορείται για κλοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοπαῖς — κλοπή theft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαῖσι — κλοπή theft fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαί — κλοπή theft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπᾶν — κλοπή theft fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπήν — κλοπή theft fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπῶν — κλοπή theft fem gen pl κλοπός thief masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»